- όρφνη
- Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μητέρα του Ασκάλαφου από τον Αχέροντα.
* * *ὄρφνη, δωρ. τ. ὄρφνα, ἡ (Α)1. το σκοτάδι τής νύχτας2. η νύχτα3. φρ. «χθονὸς μέλαινα ὄρφνη» — ο Αδης, ο Κάτω Κόσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., όπως συμβαίνει και με άλλες λ. που έχουν τη σημ. «σκοτεινός, μαύρος». Η λ. όρφνη (< *orgw-s-no-) πιθανόν να συνδέεται με το ἔρεβος* «σκοτάδι» (< ΙΕ ρ. *regw-os), ετυμολογία που προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Επίσης, έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, που παραμένουν αναπόδεικτες, όπως είναι η συσχέτιση της λ. με γερμ. επίθ. που δηλώνουν σκούρα χρώματα (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. erpf «φαιός, μαύρος», αγγλοσαξ. eorp, earp «σκούρος στο χρώμα»)και με αρμενικό arjn «σκούρο καφέ». Η λ. ὄρφνη, συγκριτικά με τις κοντινές εννοιολογικώς λ. ἔρεβος και σκότος, εκφράζει την έννοια τού σκούρου (όχι τού μαύρου) και χρησιμοποιείται κυρίως για χρωματικές αποχρώσεις].
Dictionary of Greek. 2013.